- χειμερίζει
- χειμερίζωpass the winterpres ind mp 2nd sgχειμερίζωpass the winterpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειμερίζω — Α 1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. χειμώνας)] … Dictionary of Greek